καντήλα — η (Μ καντήλα και κανδήλα, Α κανδήλη) η κρεμαστή λυχνία που ανάβει με καντηλήθρα βουτηγμένη στο λάδι και χρησιμοποιείται στους ναούς και στα εικονοστάσια τών σπιτιών νεοελλ. 1. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί 2. φουσκάλα τού δέρματος με πύο ή υγρό, που … Dictionary of Greek
κανδήλα — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ., 1.266 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 105 χλμ. ΒΔ του Μεσολογγίου και κοντά στην αρχαία πόλη Αλύζεια.… … Dictionary of Greek
καντήλι — και κανδήλι (Μ καντήλι και κανδήλι και κανδήλιον) η μικρή καντήλα, το λυχνάρι που βρίσκεται μπροστά από τις εικόνες τών αγίων (νεολλ.) φρ. 1. «σώθηκε το καντήλι του» είναι ετοιμοθάνατος 2. «τού άναψαν τα καντήλια» εξοργίστηκε 3. «... το καντήλι… … Dictionary of Greek
κυθροκαντήλα — κυθροκαντήλα, ἡ (Μ) καντήλα με σχήμα ή μέγεθος χύτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύθρα «χύτρα» + καντήλα] … Dictionary of Greek
καντηλάβρα — η (Μ κανδηλάβρα, ἡ, και κανδήλαβρον, τὸ) το καντηλέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κανδήλαβρον, τὸ < λατ. candelabrum (< candela «καντήλα»), ενώ ο τ. κανδηλάβρα (καντηλάβρα), η είναι μεταπλασμένος με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek
καντηλοσβέστης — και καντηλοσβήστης, ο και ως θηλ. καντηλοσβήστρα (Α κανδηλοσβέστης, Μ κανδηλοσβέστρια) γενική ονομασία τών νυκτόβιων εντόμων που έλκονται από το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανδήλα / καντήλα + σβέστης / σβήστης (< σβέννυμι / σβήνω), πρβλ. κηρο σβέστης … Dictionary of Greek
καυσαλίς — καυσαλίς, ἡ (Α) φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα, καψαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δ. γρφ. του καυκαλίς*, ενώ με τη σημ. «φουσκάλα» συνδέεται πιθ. με το καίω] … Dictionary of Greek
καυχαλίς — καυχαλίς, ίδος, ἡ (Α) καυσαλίς*, φλύκταινα από έγκαυμα, φουσκάλα, καντήλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καυσαλίς] … Dictionary of Greek
μαντίλι — (Μ μανδήλιον και μανδήλιν και μαντήλιον) 1. τετράγωνο κομμάτι από ύφασμα που φοριέται από γυναίκες στο κεφάλι ή από γυναίκες και άντρες στον λαιμό ως εξάρτημα τής αμφίεσης 2. μικρό τετράγωνο ύφασμα για το καθάρισμα τού προσώπου, ιδίως τής μύτης,… … Dictionary of Greek
μισόσβηστος — η, ο [μισοσβήνω] κατά το ήμισυ σβηστός, μισοσβησμένος («μισόσβηστη καντήλα», Παλαμ.) … Dictionary of Greek